- ψαλιδώνω
- ψαλίδωσα, σχηματίζω θόλο ή αψίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαλιδώνω — ψαλιδῶ, όω, ΝΑ σχηματίζω αψίδα, θόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος με σημ. «κυλινδρικός θόλος, αψίδα» (βλ. λ. ψαλίδα)] … Dictionary of Greek
ψαλίδωση — η, Ν [ψαλιδώνω] το ψαλίδωμα … Dictionary of Greek
ψαλίδωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ψαλιδώνω, θόλος, τόξο, καμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)